- ανωριμότητα
- ηUnreife f
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού … Dictionary of Greek
διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… … Dictionary of Greek
ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια … Dictionary of Greek
Δεκεμβριανά — Ονομασία που αναφέρεται σε εκτεταμένες ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) από τη μία πλευρά, που πρωταγωνίστησαν στην αντίσταση, και στις… … Dictionary of Greek